- ποιμαντήρ
- -ῆρος, ὁ, Α1. ποιμένας, βοσκός2. μτφ. κυβερνήτης πλοίου, πλοηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποιμαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. σημαν-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποιμαντῆρσιν — ποιμαντήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek